- γαλάριος
- ά , ο , γαλάριος, α, ο дойный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλάριος — α, ο αυτός που δίνει γάλα: Άρμεξε τα γαλάρια πρόβατα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαλάρης — α και γαλάριος, ρια, ρικο και άρι [γάλα] 1. αυτός που κατεβάζει άφθονο γάλα («γαλάρα γίδα») 2. εκείνος που θηλάζει ακόμη («αρνί γαλάρικο») … Dictionary of Greek